αποκαρώνω

αποκαρώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το -ατος, αποχαύνωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκαρώνω — (Α ἀποκαρῶ, όω) κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω νεοελλ. 1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον 2. η μτχ. αποκορωμένος, η, ο (με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή… …   Dictionary of Greek

  • καρώνω — (Α καρῶ, όω) βυθίζω κάποιον σε βαθύ ύπνο, σε λήθαργο, αποκαρώνω, ναρκώνω, ζαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε συνεσταλμένη βαθμίδα *kr (καρ ) τής ΙΕ ρίζας *ker «κεφάλι, κέρατο» και συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφάλι». ΠΑΡ. κάρωσις, καρωτικός, καρωτίς αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”